θαύμακτρον

θαύμακτρον
θαύμακτρον
money paid to see conjurers' tricks
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θαύμακτρον — θαύμακτρον, τό (Α) χρήματα που δίνει κάποιος για να δει τεχνάσματα θαυματοποιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαυμάζω με την κατάλ. τρον (κατά πληθ.) δηλωτική της τιμής (πρβλ. δίδακτρα, ίατρα «χρήματα για την πληρωμή τού γιατρού» κ.τ.ό.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”